Τ ο ταξίδι ξεκίνησε με μια επίσκεψη στο φαρμακείο… “Δώσε μου ό,τι υπάρχει σε δραμαμίνη και σχετικό. Σε διπλές ποσότητες“. Στη τσάντα μου υπήρχαν ήδη τυπωμένα τα δρομολόγια πλοίων – better safe than sorry. Και γιατί το κάνεις, ακούγεται η φωνή της μάνας μου από μέσα.
Αν δεν αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας, πώς θα τους νικήσουμε; Πώς θα χαρούμε τη ζωή;
Γιατί τώρα που γύρισα, θα έχω να θυμάμαι το απέραντο γαλάζιο, τον ήλιο να βουτάει και να αναδύεται από τη θάλασσα, το φεγγάρι να συντροφεύει τη γαλήνη του όρμου που αράξαμε δίνοντας του εξώκοσμες διαστάσεις, τον άγριο βράχο και τη ξεραϊλα να παραδίδονται στα μαγευτικά άσπρα σπιτάκια των κυκλαδονησιών, το χωριό που λέγεται Κίμωλος, τη λαδένια και τις μελιτζάνες, την “εντουράδα” στη Μήλο με τα διαλυμένα σκούτερ, το ουζάκι στη πλατεία, τη βουτιά με το πρώτο ξύπνημα, τη συντροφιά του τραγουδιού με τις Περσίδες να πέφτουν τριγύρω.
~~~~~~~~~~~
Η ώρα κοντεύει 12 τα μεσάνυχτα. Κατεβαίνω στο λιμάνι, βερμούδα, σαγιονάρα, σακίδιο στη πλάτη και μασουλάω τσίχλα. Δραμαμίνης. Γύρω μου ο κόσμος διασκεδάζει, τα κλαμπ βαράνε μουσικές, με κοιτάνε ολίγον τι περίεργα. Σύντομη επίκληση στους αγίους της θάλασσας. Δεν έχω ξαναταξιδέψει με ιστιοπλοϊκό και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι οι επόμενες πολλές ώρες που θα βρίσκομαι μεσοπέλαγα δεν θα με βρουν να ανακατεύομαι και να βλαστημάω. Φτάνουν και οι υπόλοιποι. Τέρμα οι προσευχές και ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Λύνουμε και ξεκινάμε. Προορισμός μας η Μήλος. Η θάλασσα φαίνεται ήσυχη. Σύντομα οι ήχοι της νυχτερινής ζωής στο λιμάνι των Χανίων γίνονται παρελθόν και μονάχα ο αέρας, το νερό και οι τριγμοί του σκάφους ακούγονται. Τα αστέρια μοναδική πηγή φωτός. Γαλήνια – όμως ακόμα δεν έχω χαλαρώσει και συνεχίζω να μασάω μανιωδώς τη τσίχλα. Δραμαμίνης.
Το αλμυρό αεράκι με νανουρίζει. Θα αναλάβω τη πρωινή βάρδια δηλώνω και τη πέφτω για ύπνο.
Χάραμα. Κάπου στο Αιγαίο.
Τίποτα τριγύρω. Μονάχα το απέραντο γαλάζιο.
Κρατάω εγώ το τιμόνι τώρα. Δε θα αργήσει να βάλει λίγο παραπάνω αεράκι και ο Χρήστος αναλαμβάνει χαρούμενος λέγοντας ότι θα κάνουμε λίγο πιο “ιστιοπλοΐα” τώρα. Καταπιάνομαι με τα παραγγέλματα και προσπαθώ να καταλάβω τί είναι το κάθε σχοινί. Η Φραντζέσκα πιο έμπειρη, έχει καταλάβει δέκα πράγματα μέχρι να πιάσω εγώ ένα. Δε τρέχουμε και ιδιαίτερα, αλλά εγώ το ευχαριστιέμαι, λες και κάνουμε κάτι σπουδαίο.
Φτάνουμε στη Μήλο. Προσεγγίζουμε από το νότο και έτσι το διάσημο Κλέφτικο είναι ο πρώτος λογικός σταθμός του ταξιδιού μας. Φυσικά δεν είμαστε μόνοι μας. Η ώρα όμως περνάει σιγά σιγά και όλοι φεύγουν. Ο καυτός μεσημεριανός ήλιος αρχίζει να βάζει τα πορτοκαλί του χρώματα και να ετοιμάζεται να ξαπλώσει. Μένουμε μόνοι. Περιτριγυρισμένοι από απόκοσμους βράχους που γίνονται τεράστιοι, σχεδόν τρομακτικοί με τις σκιές πλέον έντονες και τις κορυφές τους φωτισμένες κόκκινες. Η θάλασσα πανέμορφη και η ησυχία για πρώτη φορά μαγευτική.
Σε τί μέρη έχω βρεθεί;
Η νύχτα πέφτει. Ανοίγω τα μάτια μου όταν πια ο ήλιος βρίσκεται ξανά κοντά μας. Τα χρώματα της ανατολής υπέροχα. Ψάχνω να βρω πού άφησα τη φωτογραφική μηχανή. Κοιτάζω τη θάλασσα. Το κάλεσμα της νικάει αμαχητί την όποια φωτογραφική επιθυμία και σύντομα βρίσκομαι στο νερό. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν κάθε πρωινό ξύπνημα ήταν έτσι; Θα έκλειναν οι μισές εταιρείες καφέ αυτοσαρκάστηκα καθώς προσπαθούσα να ανέβω πάνω στο σκάφος για μια δεύτερη βουτιά.
Πριν αρχίσουν να φτάνουν οι εκδρομείς της νέας μέρας ετοιμαζόμαστε και σαλπάρουμε για Αδάμαντα. Έχουμε δρόμο. Είναι πια απόγευμα όταν φτάνουμε και η πρώτη φορά που αποβιβαζόμαστε στη στεριά μετά από σχεδόν δύο μέρες. Ή το νησί κουνάει ή εγώ δε τη παλεύω. Μάλλον το πρώτο.
Με τα πολλά καταφέρνουμε να βρούμε δύο μισοδιαλυμένα σκουτεράκια να νοικιάσουμε. Η επόμενη μέρα έχει εξερεύνηση. Η Μήλος είναι υπέροχη. Συνειδητοποιώ ότι ως νησιώτης δύσκολα ταξιδεύω σε άλλα νησιά. Πόσο κρίμα να χάνω τέτοια ομορφιά!
Ο Αντώνης ανοίγει το δρόμο. Το γεγονός ότι τα σκουτεράκια είναι τελείως της πλάκας, μας κάνει να μη σταματάμε πουθενά. Δρόμοι, καρόδρομοι, χωματόδρομοι, στενάκια, σκαλιά, όλα παίζουν. Αφού το έβαλε αυτός εκεί, ακολουθώ και εγώ και ό,τι γίνει! Μέχρι το απόγευμα έχουμε γυρίσει σχεδόν όλο το νησί. Πάνω που σκεφτόμουν ότι τα χρήματα που έδωσα για το μηχανάκι ήταν από τα έξοδα που έχω ευχαριστηθεί όσο λίγα, προσγειώνονται στο τραπέζι κάτι θεϊκά πιάτα. Καλά πάμε…
Με τη κοιλιά μέχρι κάτω επιστρέφουμε στο ιστιοπλοϊκό. Σαλπάρουμε για Κίμωλο! Ναι! Τί ωραία! Ώπα! Τί ωραία; Με τη κοιλιά έτοιμη να σκάσει; Κουμπώνω επιτοπίως δύο δραμαμίνες. Πάντα υπερβολικός…
… όπως αποδείχτηκε με την άφιξη μας στη Κίμωλο. Μέχρι το τέλος του ταξιδιού ελπίζω να το έχω ξεπεράσει το θέμα.
Έχει βραδυάσει για τα καλά αλλά χωρίς δεύτερη σκέψη ετοιμαζόμαστε και κατεβαίνουμε στο νησί. Για τη Κίμωλο η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ακούσει τίποτα, αλλά όλοι μου λένε πως θα μου αρέσει πολύ περισσότερο και από τη Μήλο. Και η πρώτη αίσθηση μάλλον επιβεβαιώνει αυτήν την άποψη.
Η Κίμωλος ξυπνάει μνήμες χωριού. Εκείνες τις παλιές εποχές που δεν ήταν όλα τουριστικά, που δεν υπήρχε φόβος, που δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά και η τηλεόραση είχε μόνο ΕΡΤ που έπαιζε ειδήσεις – μόνο η θάλασσα και η μπάλα είχαν σημασία. Που παίζαμε μέχρι το βράδυ, μέχρι να μας πάρει κυνήγι η γιαγιά που πάλι αργήσαμε και να αρχίσει να ξεφυσάει ότι δε μαζευόμαστε πλέον και έχουμε γίνει αλητάκια.
Το πρωί πάμε Πολύαιγο. Καταγάλανα νερά και ηρεμία. Το μέρος σχεδόν αποκλειστικά για εμάς.
Επιστρέφουμε στη Κίμωλο. Επιτέλους να τη δούμε και μέρα. Η αλήθεια είναι ότι η Μήλος είναι υπέροχη αλλά η Κίμωλος είναι άλλο επίπεδο. Ίσως αυτό έχει να κάνει με εμένα προσωπικά, αλλά κάθε βήμα στο νησί ήταν ξεχωριστό. Και ήρεμο. Μου ταίριαζε αυτό με το ταξίδι που κάναμε. Σαν αυτή η γαλήνη της θάλασσας να επεκτεινόταν και εδώ.
Η γαλήνη δεν ήταν μόνο στο μέρος, ήταν και στους ανθρώπους. Δε συναντήσαμε κανένα που να βιαζόταν, κανένα που να μην χαμογελούσε. Με ειλικρίνεια. Όχι από ευγένεια στους τουρίστες. Χαλαρά. Ο καυτός ήλιος δίνει το σύνθημα της μεσημεριανής ραστώνης. Η πλατεία έχει μια καλοδεχούμενη σκιά και το καφενείο έχει ουζάκι. Λαμπρά.
Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στο νησί και με τον ήλιο να αρχίσει να πέφτει αναχωρούμε. Ξεκινάει ο δρόμος της επιστροφής. Η θάλασσα είναι λάδι. Αναγκαστικά μπαίνει η μηχανή. Πάμε αργά αλλά από την άλλη δεν υπάρχει τίποτα να περιορίσει τη θέα του ουρανού από πάνω μας. Μαζευόμαστε στο κατάστρωμα.
Τα αστέρια πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Είναι η βραδυά με τις Περσίδες. Κάποιος ξεκίνησε ένα τραγούδι. Μετά από ώρες τα είχαμε πει όλα τα τραγούδια που θυμόμασταν.
Οι πρώτες αχτίνες του ήλιου μας βρίσκουν λίγο έξω από το λιμάνι των Χανίων. Η εικόνα του το χάραμα είναι σαγηνευτική. Και πρωτόγνωρη. Δεν έχω αντικρύσει και πολλές φορές το λιμάνι, όντας έξω από αυτό. Είναι αλήθεια το σπίτι μου εδώ; Και είναι αλήθεια στην ίδια χώρα με τα νησιά που μόλις πριν λίγες ώρες βρισκόμουν; Μοιάζει τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε κυκλαδίτικο, από οτιδήποτε βρισκόμουν μέχρι πριν από μερικές ώρες. Τί όμορφη που είναι αυτή η αλλαγή των εικόνων!
Κατεβαίνω από το σκάφος και κουνάει. Φτάνω σπίτι. Οι κλειστοί χώροι κουνάνε περισσότερο. Γρήγορα θα αρχίσει να περνάει αυτό. Με εξαίρεση το ντουζ που θα συνεχίσει να κουνάει για μέρες ακόμα. Και εγώ αντί για να ζαλίζομαι, χαίρομαι. Χαμογελώ για αυτά που έζησα, για αυτά που είδα.
Όπως θα έλεγε και ένας φίλος, good vibes. Και πρίμο αέρα στα πανιά μας!
Ανδρέας,
Κάπου στο Αιγαίο, 2014.