Ό ταν ταξιδεύεις, υπάρχει συνήθως μια καλή και μια κακή συγκυρία για να επισκεφθείς ένα μέρος. Και η συγκυρία αυτή δε σχετίζεται καθόλου με το καιρό, την εποχή, τα κοινωνικά ή άλλα γεγονότα που μπορούν να επηρρεάσουν ένα ταξίδι. Έχει να κάνει πρωταρχικά με την διάθεση, τη ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι, τις προσδοκίες ή τα γεγονότα εκείνα που σε οδήγησαν να βρεθείς σε ένα τόπο.
Τώρα όσο και να το φιλοσοφώ, μόλις αναφέρω το όνομα “Βενετία”, δε νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί που θα υποστηρίξουν τα επιχειρήματα μου. Η Βενετία είναι πασίγνωστη και σίγουρα όχι αδικαιολόγητα διάσημη και έτσι μάλλον δεν υπάρχει “κακή” στιγμή να την επισκεφθείς. Αυτό νόμιζα και εγώ, όταν έλαβα την ειδοποίηση από τη Ryanair ότι ακύρωσε τις πτήσεις επιστροφής μας από το Μαρόκο και κατά συνέπεια θα έπρεπε να μείνουμε για δύο μέρες στη Βενετία.
Αν έχετε διαβάσει το τελευταίο κομμάτι της ιστορίας για το ταξίδι στο Μαρόκο, θα θυμάστε ότι αφήσαμε την αφρικανική χώρα έχοντας διασχίσει επί ένα δεκαπενθήμερο χαοτικές πόλεις, σαγηνευτικές ερήμους και μεγαλοπρεπή βουνά κάτω από ένα καυτό ήλιο και ένα καθάριο ουρανό. Από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στην Ιταλία, βρεθήκαμε σε ένα γκρίζο ευρωπαϊκό χειμώνα (άνοιξη ήταν για την ακρίβεια, αλλά πού να το καταλάβεις με αυτό το καιρό!) με βροχές και καταιγίδες που θα μας συνόδευαν καθόλη τη διαμονή μας εκεί. Στο σακίδιο τα κοντομάνικα και οι βερμούδες και αναζήτηση ό,τι ζεστού ρούχου κρατούσαμε.
Φτάσαμε σύντομα στο Μέστρε και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν ήταν ο καιρός μόνο πιο γκρίζος. Από το χαλαρό, καλοσυνάτο και εξαιρετικά φιλόξενο μας οιδεσπότη στο Μαρακές τις τρεις τελευταίες μέρες, ερχόμασταν αντιμέτωποι με μια αυστηρή (στα όρια της αγένειας) ρεσεψιονίστ που μας έδειξε το δωμάτιο και άρχισε να μας βομβαρδίζει με κανόνες. Εδώ τα πράγματα δεν είχαν τη χαλαρότητα της Αφρικής ούτε η συνεννόηση ήταν του τύπου “θα τα βρούμε”. Επιστροφή στο by the book.
Πήραμε το λεωφορείο για τη Βενετία και μπήκαμε στη πόλη.
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στα Χανιά, μια πόλη που το πιο διακριτό της στοιχείο είναι το παλιό ενετικό λιμάνι. Διασχίζοντας τη γέφυρα που ουσιαστικά μας έβαζε μέσα στη Βενετία, ξαφνικά έμπαινα στη γενέτειρα της κουλτούρας και της αρχιτεκτονικής που όρισε σε σημαντικό βαθμό και τη δική μου πόλη. Όσο διαφορετικά και αν ήταν όλα εδώ, άλλο τόσο γνώριμα και οικεία φάνταζαν μέσα μου.
Η οικειότητα βέβαια δε μπορούσε να παραμερίσει τον εντυπωσιασμό που δημιουργούσε η πόλη. Ούτε και η βροχή και ο βαρύς καιρός. Το στόμα έμενε ανοικτό σε κάθε γωνία, πλατεία και κανάλι. Αν ήταν όμως τόσο εντυπωσιακά, τότε πού είναι οι φωτογραφίες;;;
Ακόμα αναρωτιέμαι για αυτό.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ενώ ήμουν σωματικά στη Βενετία, το μυαλό μου ταξίδευε ακόμα στην απέραντη έρημο και στα σαγηνευτικά ηλιοβασιλέματα στη μέση του πουθενά. Εδώ πνιγόμουν από τα πλήθη που εκστατικά κινούνταν από το ένα σημείο στο άλλο. Ορδές τουριστών με τα ασορτί ομπρελλάκια και αδιάβροχα που τους είχαν μοιράσει οι αρχηγοί του κάθε γκρουπ. Αδυνατούσα να συγκεντρωθώ στα σημαντικά αξιοθέατα και έψαχνα για τα μικρά πραγματάκια που θα μπορούσαν να τραβήξουν τη προσοχή μου.
Ή στα μεγαλύτερα αλλά πιο περίπλοκα που θα μπορούσαν με λίγη φαντασία να θυμίσουν το χάος των μαροκινών πόλεων.
Πάνω από όλα, τελικά προσπαθούσα να βρω τα πιο ήσυχα μέρη. Αυτά που δεν είχαν κυριευθεί από δεκάδες ανθρώπους που πόζαραν μπροστά σε κάτι.
Η νύχτα άρχισε να πέφτει γύρω μας και η πόλη σταδιακά άρχισε να περνάει σε άλλους ρυθμούς. Μαζί της άλλαζα και εγώ, αρχίζοντας πλέον να προσαρμόζομαι. Κάτσαμε για φαγητό. Το εξαιρετικό κόκκινο κρασί και η υπέροχη μακαρονάδα (πώς να ξεφύγεις από αυτά τα κλισέ!) ήταν απολύτως ικανά να αποκαταστήσουν τη διάθεση μου. Μαζί και τα χαλαρά ιταλικά τραγούδια που ακούγονταν από εδώ και από εκεί δίνοντας μια ακόμα ομορφότερη νότα στην ατμόσφαιρα.
Όλα άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους σιγά σιγά. Η επόμενη μέρα ήταν μια διαφορετική μέρα και εγώ ένας ταξιδιώτης που αντιμετώπιζε θετικά το μέρος που βρισκόταν και θαύμαζε τις ομορφιές του. Μπορούσα να αφεθώ στη καθοδήγηση της Ματίνας μιας και βρισκόμασταν περιτριγυρισμένοι από όλα τα μνημεία, την ιστορία και την τέχνη που είχε σπουδάσει. Αυτό κι αν ήταν κάτι μαγικό που είχε να μας προσφέρει η Βενετία!
Βέβαια όλα αυτά μπορούσαν να κινήσουν τη περιέργεια ή το θαυμασμό μου αλλά όχι το φωτογραφικό μου ενδιαφέρον. Καμιά φωτογραφία δε μπόρεσα να βγάλω από όλα αυτά. Μονάχα η ζωή γύρω μας μπορούσε να με παρακινήσει.
Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν και η βροχή έμοιαζε αναπόφευκτη. Δεν άργησε να έρθει με τη μορφή καταιγίδας και να μας αναγκάσει να αποτραβηχτούμε σε μια βινερία. Δεν ήταν και άσχημο διόλου αυτό καθώς βρεθήκαμε με τη συνοδεία ενός υπέροχου κρασιού να συζητάμε περί τέχνης και ιστορίας σε μια μαγευτική ατμόσφαιρα υπό τους ήχους της δυνατής βροχής απέξω.
Το κρασάκι σταδιακά οδήγησε σε ένα υπέροχο δείπνο και το δείπνο σε ένα τέλειο εσπρέσσο. Πώς θα μπορούσε να ολοκληρωθεί καλύτερα το ταξίδι μας στη Βενετία;
Τελικά, κάτι στιγμές σαν και αυτές είναι ό,τι έμεινε μέσα μου από το ταξίδι αυτό. Ίσως ήταν και αυτό που είχα πάνω από όλα ανάγκη μετά από 15 μέρες που σαρώσαμε τη μαροκινή γη. Γράφοντας αυτές τις λίγες αράδες και παρουσιάζοντας αυτές τις φωτογραφίες ίσως και να αδικώ τη Βενετία. Από την άλλη, έχω την εντύπωση ότι αφήνω έτσι εκκρεμότητες και κάποια μέρα θα επιστρέψω να ξαναγράψω την ιστορία αυτού του μέρους μέσα μου με διαφορετικό τρόπο 🙂
Ανδρέας
Βενετία, 2015.
One comment