Η τελευταία ιστορία που πόσταρα ήταν για τα Blue Mountains. Όταν την ανέβασα, είχα στο μυαλό μου ότι θα προχωρούσα με άλλες ιστορίες και κάποια στιγμή αργότερα θα ξαναεπέστραφα στο ταξίδι στην Αυστραλία. Έπεσα όμως πάνω στον πατέρα ενός καλού μου φίλου και με στρίμωξε. Ανδρέα πρέπει να γυρνάς τις σελίδες της ζωής σου και να προχωράς στα επόμενα κεφάλαια. Μην αφήνεις εκκρεμότητες και κοίτα να εξασφαλίζεις ότι προοδεύεις με κάθε σου βήμα. Η περί εκκρεμοτήτων παρατήρηση ήταν πολύ εύστοχη και η αλήθεια είναι ότι με ταρακούνησε. Οπότε είπα και εγώ να ξεκινήσω να κλείνω τις μισοτελειωμένες ιστορίες ξεκινώντας από την ιστορία του ταξιδιού στην Αυστραλία (και πού ξέρει κανείς, ίσως με αυτόν τον τρόπο να ανοίγω ξανά και την πιθανότητα της πραγματικής επιστροφής στην πανέμορφη αυτή χώρα)!
Αν πρέπει να πω ένα πράγμα για την Αυστραλία, είναι ότι είναι μακρυά. Πολύ μακρυά. Τόσο μακρυά που ακόμα και όταν συμπλήρωσα 15 ώρες πτήσης για να φτάσω στη Σιγκαπούρη, μου έμενε ακόμα μία οκτάωρη πτήση για να φτάσω στο Σύδνεϋ! Ένοιωσα ότι πήγαινα στην άλλη άκρη του κόσμου. Ίσως αυτή η τεράστια απόσταση να κούρασε και τις αποσκευές μου, που αποφάσισαν ότι χρειάζονται μια ξεκούραση και έτσι δεν ανέβηκαν στο τελευταίο αεροπλάνο. Περνώντας λοιπόν τους ελέγχους ασφαλείας (και μια χαριτωμένη μικρή ανάκριση), έμεινα να κοιτάζω μάταια τον ιμάντα των αποσκευών μέχρι που αποφάσισα να κυρήξω τον εαυτό μου πλέον πραγματικό ταξιδιώτη (ποιός ταξιδεύει ανά τον κόσμο χωρίς να έχει χάσει μια φορά έστω τα πράγματα του; ) και να συρθώ μέχρι τον κισέ των lost and found. Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Όπως για παράδειγμα, τα πρώτα χρήματα που έβγαλα ποτέ στο εξωτερικό, αφού η Singapore Airlines με αποζημείωσε με 120 δολλάρια και μια υπόσχεση ότι σε λιγότερο από 24 ώρες θα είχα τα πράγματα στο σπίτι μου.
Τέλεια! Η Singapore μας κάνει το τραπέζι σήμερα είπα στην Ελένη που ήρθε να με μαζέψει από το αεροδρόμιο και η περιπέτεια της Αυστραλίας μόλις ξεκίνησε!
Τώρα αν ακολουθούσα τα βήματα των προηγούμενων posts εδώ στο blog, θα έγραφα τη συνέχεια της ιστορίας με βάση τη χρονική ακολουθία των γεγονότων όπως εξελίχθησαν. Αλλά με το ταξίδι αυτό υπάρχει ένα θέμα. Στο Σύδνεϋ, ένοιωσα σαν να μη ταξίδευα αλλά να έμενα εκεί για ένα διάστημα. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να μεταφέρω με ακρίβεια τη διαφορά, αλλά για 20 μέρες, οι αγαπημένοι μου φίλοι που μένουν εκεί, με υποδέχθηκαν στο σπίτι τους και με έκαναν μέρος της ζωής τους. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι η βασική αφορμή για το ταξίδι ήταν επαγγελματική και άρα θα χρειαζόταν να δουλέψω και κάποιες μέρες, βρέθηκα για πρώτη φορά σε ένα ταξίδι να μένω σε ένα κανονικό σπιτικό και να συμμετέχω σε μια καθημερινότητα (από το να δουλεύω μέχρι να πάω στο supermarket, από το να κατέβω για μια βόλτα στη πόλη μέχρι να βγω με φίλους και παρέες, να κάνουμε μπάρμπεκιου ακόμα και οικογενειακές συγκεντρώσεις). Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα να δω (έστω και πολύ περιορισμένα) τη ζωή εκεί σαν ένας ντόπιος και έτσι καθιστά την καταγραφή της ιστορίας εδώ κάπως σαν να γράφω για το τόπο μου. Έτσι δεν μπορώ να γράψω για ταξιδιωτικές περιπέτειες αλλά μονάχα να δώσω τις εντυπώσεις μου από τη ζωή εκεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκίνησα αυτό το κείμενο αναφέροντας το θέμα της απόστασης. Καθόλη την παραμονή μου στην Αυστραλία, ήταν η κυρίαρχη αίσθηση που είχα και συνέχεια ένοιωθα ότι ο τόπος αυτός ήταν ταυτόχρονα συνδεδεμένος και ξεκομμένος από τον υπόλοιπο κόσμο. Το αστικό τοπίο γύρω μου έγερνε τη ζυγαριά προς τη σύνδεση: η Αυστραλία μου έμοιαζε έντονα σαν μια μίξη Αγγλίας και Αμερικής, με ισχυρή δόση μπαχαρικών από όλο το κόσμο. Το Σύδνεϋ πιο συγκεκριμένα, δεν παρουσιαζόταν στα μάτια μου παρά σαν μια μητρόπολη που απέπνεε τον αέρα των μοντέρνων πόλεων του δυτικού κόσμου.
Μοντέρνα αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά ζωντανή πόλη! Δε μπορώ να ξεχάσω το υπέροχο φως που πάντα την έλουζε και για κάποιο λόγο ήταν εκεί ακόμα και τις μουντές και βροχερές μέρες. Όλοι ήταν έξω, στα πάρκα, στους δρόμους, στο λιμάνι. Χαρούμενοι, χαλαροί. Άνετα μπορώ να κατατάξω το Σύδνεϋ στις hipster πρωτεύουσες ακόμα και αν δεν έχω επισκεφθεί και πολλές από αυτές. Σε σύγκριση ας πούμε με το San Fransisco που όλοι λένε, εμένα μου φάνηκε μακράν πιο hipster εδώ.
Μιλώντας για τους ανθρώπους και τη ζωή της πόλης, σε σχέση με όλες τις άλλες μητροπόλεις που έχω επισκεφθεί, εδώ τα πράγματα μου φάνηκαν… χαλαρά. Η εντύπωση που μου έμεινε είναι ότι δεν υπήρχε αυτό το άγχος, η βιασύνη και οι γρήγοροι ρυθμοί που συναντάς στις μεγαλουπόλεις. Έμοιαζε σαν όλοι να περιμένουν πότε θα πάει 5 για να τελειώνουν με τη δουλειά και να πάνε στην παραλία ή να αρχίσουν τις ετοιμασίες για τη βραδυνή έξοδο και τα ατελείωτα πάρτυ.
Η βραδυνή ζωή ήταν η πιο λανθασμένη προκατάληψη για το Σύδνεϋ. Πριν πάω, είχα ακούσει από πολλούς να λένε ότι η ζωή τελειώνει στις 9, όλοι πάνε για ύπνο και άλλες τέτοιες βλακείες. Προς έκπληξη μου, μπορώ να διαβεβαιώσω το ακριβώς ανάποδο. Για την ακρίβεια, δεν έχω πάει πουθενά εκτός Ελλάδας και να βγήκα τόσο πολύ. Σίγουρα βοήθησε ο Matt που είναι party animal και ο πιο αεικίνητος τύπος που ξέρω, αλλά ok, δεν μπορείς να παρτάρεις μόνος και το βράδυ στο Σύδνεϋ γινόταν χαμός.
Τώρα εγώ γράφω για παρταρίσματα και τέτοια, αλλά τελικά δε βρήκα και πολλές φωτογραφίες για να το στηρίξω αυτό. Σίγουρα μπορούμε να το αποδώσουμε σε πολλούς λόγους αυτό, αλλά μάλλον κεντρικό ρόλο έχει το γεγονός ότι οι Αυστραλοί πίνουν. Πίνουν πολύ, όχι αστεία. Και υπάρχει και αυτό το έθιμο; κανόνας; παιχνίδι; δε ξέρω πώς να το πω. Όποιος τελειώνει το ποτό του πρώτος, πάει στο μπαρ και φέρνει την επόμενη γύρα ποτών για όλους. Και έτσι ενώ εγώ προσπαθούσα (μάταια) να συμβαδίσω με τους άλλους, κάθε φορά που πήγαινα να ακουμπήσω το ποτήρι μου, έβρισκα να με περιμένουν τουλάχιστον δυο-τρία ποτά ακόμα! Έλεοοοςςς!!!
Στις πιο νηφάλιες ώρες, η θάλασσα και η παραλία βρίσκονται στο επίκεντρο. Το Σύδνεϋ είναι παραθαλάσσιο, αλλά το ίδιο είναι και τόσες άλλες πόλεις. Η διαφορά είναι ότι η παραλία και η ζωή γύρω από αυτήν είναι βασικό στοιχείο της ζωής και της νοοτροπίας όλων. Ανεξάρτητα από τον καιρό ή την εποχή. Ξεκίνησα να περπατάω το μονοπάτι από το Bondi στο Coogee σε μια μέρα που οι καιρικές συνθήκες άλλαζαν κάθε πέντε λεπτά περνώντας από τη βροχή στον ήλιο και πάλι πίσω και δεν μπορώ να θυμηθώ να κάνω ούτε 10 μέτρα από τα έξι χιλιόμετρα της διαδρομής και να είμαι μόνος. Άνθρωποι τριγύρω μου άραζαν στην άμμο, περπατούσαν, έτρεχαν, κολυμπούσαν, έκαναν surf σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα να είσαι στη παραλία το χειμώνα, μια μέρα με κακό καιρό. Πρέπει βέβαια να ομολογήσω ότι και εγώ στο τέλος του μονοπατιού, δε θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στο Σύδνεϋ εκείνη τη μέρα…
Πραγματικά ήταν μια φανταστική διαδρομή. Ακόμα και σήμερα θυμάμαι το χαμόγελο μου όταν έκατσα στο τέλος του μονοπατιού στη στάση για να πάρω το λεωφορείο της επιστροφής. Και μάλλον αυτός ο ενθουσιασμός φαινόταν και στους άλλους γιατί όταν λίγο αργότερα πήγα να πάρω ένα καφέ, δε με άφησαν να πληρώσω. Τώρα δε μπορώ να ξέρω αν με πέρασαν για τον τρελό του χωριού ή αν απλά χάρηκαν που κάποιος ξένος είχε ενθουσιαστεί τόσο με τον τόπο τους.
Για καλό και για κακό πάντως προσπάθησα να είμαι πιο συγκρατημένος όταν πήρα το καραβάκι και επισκέφτηκα το Manly beach.
Η ζωή είναι ωραία και χαλαρή εδώ στην από κάτω χώρα (land down under όπως την αποκαλούν). Και αυτό είναι που με έκανε να νοιώθω ότι η Αυστραλία είναι αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Ερχόμενος εδώ από μια χώρα και έναν κόσμο γενικά σε κρίση, μου φαινόταν ότι όλοι εδώ έκαναν τη ζωή τους αγνοώντας παντελώς την κατάσταση στους τόπους πέρα από τη θάλασσα. Ας πάμε καλύτερα για surf, η ζωή συνεχίζεται...
Έτσι είναι, η ζωή συνεχίζεται και όπως έγραψα και παραπάνω, η δική μου ζωή στο Σύδνεϋ είχε ακόμα και οικογενειακές δραστηριότητες. Η πιο διασκεδαστική εκ των οποίων ήταν η μέρα στο ζωολογικό κήπο με τα ανηψάκια του Matt. Το πιο πιθανό είναι ότι αν ήμουν μόνος μου δε θα τον είχα επισκεφθεί, στο τέλος όμως μάλλον ξύπνησε το πιτσιρίκι μέσα μου και μια χαρά το ευχαριστήθηκα.
Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να βγούμε και έξω από τη πόλη. Η πρώτη απόδραση ήταν κατά μήκος της ακτογραμμής με κατεύθυνση προς βορρά για να καταλήξουμε στη Barrenjoey beach και τον φάρο της. Όταν άρχισε να δύει ο ήλιος, ο καιρός μας έκανε και το χατήρι να σταματήσει τη καταρρακτώδη βροχή και έτσι μπορέσαμε να ανέβουμε πάνω στο λόφο και μετά να περπατήσουμε στην παραλία, για να απολαύσουμε το πιο εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα που έχω δει ποτέ. Τί έλεγα για το υπέροχο φως στην Αυστραλία;
Και όχι, δεν έχω πειράξει τα χρώματα στις φωτογραφίες αυτές. Μιλώντας με το Matt για το σχεδόν σεληνιακό αυτό φως και τα αστέρια, μου είπε κάτι που περιέγραψε ίσως με τον πιο γλαφυρό τρόπο την αίσθηση της απόστασης που ένοιωθα. Όταν ήταν λέει με την Ελένη στην Ευρώπη, μπορούσε να είναι αυτός στην Αγγλία και η Ελένη στην Ελλάδα και αν έβγαιναν το βράδυ να αντικρύσουν τον ουρανό, θα έβλεπαν πάνω κάτω τα ίδια αστέρια. Αν όμως η Ελένη παρέμενε στην Ελλάδα και ο Matt ήταν εδώ στην Αυστραλία θα κοιτούσαν εντελώς διαφορετικά άστρα….
Η δεύτερη εξόρμηση από το Σύδνεϋ ήταν τα Blue Mountains. Και η τρίτη, μια ολιγοήμερη απόδραση στη Κανμπέρα.
Τα δύο αυτά μέρη με έκαναν να συνειδητοποιήσω ακόμα ένα πράγμα. Η Αυστραλία είναι ένας άγριος, αδάμαστος τόπος. Οι άνθρωποι έχουν κατακτήσει τους χώρους που έχουν εποικήσει, αλλά όταν περνάς αυτά τα όρια, η υπόλοιπη γη παραμένει άγρια. Δεν το έχω νοιώσει πουθενά αλλού αυτό και όσο συναρπαστικό είναι, άλλο τόσο τρομακτικό είναι μερικές φορές. Προσοχή στα φίδια έγραφε η πινακίδα σε ένα rest area στην εθνική. Προχωρήστε με δική σας ευθύνη μια άλλη.
Και μιας και ανέφερα τις πινακίδες, στην Αυστραλία όλα τα μηνύματα είναι απόλυτα καθαρά και στοχευμένα. Χωρίς καμία παραπάνω ευγένεια ή έτσι κάποιο έμμεσο τρόπο να σου περάσουν ένα μήνυμα. Πίνεις και οδηγείς, θα πεθάνεις σε ένα χαντάκι έγραφε σε μια αφίσα με στόχο την αποτροπή της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ. Μια άλλη αφίσα είχε μια εικόνα από καρκίνο δέρματος και έγραφε από κάτω υποδεικνύοντας ένα αντιηλιακό: Ξέρεις τί πρέπει να κάνεις, Κάνε το. Δεν μπορώ να φανταστώ τέτοιες καμπάνιες στην Ελλάδα…
Με αυτά και με αυτά, φτάσαμε στην Κανμπέρα, την πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Το πιο ίσως χαρακτηριστικό που μπορώ να πω ήταν ότι η πόλη αυτή μοιάζει… τεχνητή. Καταλαβαίνω ότι ακούγεται λίγο χαζό να χαρακτηρίζει κάποιος μια πόλη τεχνητή, αφού εξορισμού μια πόλη είναι ένα ανθρώπινο τεχνητό δημιούργημα. Όμως όπως και να το κάνουμε, στην πλειονότητα τους οι πόλεις παρουσιάζουν μια …φυσική εξέλιξη. Σε κάποιο τόπο υπήρχαν κάποιες δεδομένες συνθήκες που προσέλκυσαν κάποιους ανθρώπους να εγκατασταθούν, να δημιουργήσουν κάποια αρχική κοινότητα, που αργότερα θα εξελισσόταν σε ένα χωριό και ίσως ακόμα πιο μετά μια πόλη. Στην Κανμπέρα, χωρίς να ξέρω αν κάτι προϋπήρχε εκεί, εγώ ένοιωσα σαν κάποιος να πήρε μια απόφαση του τύπου “ok, πρέπει να μαζέψουμε τη γραφειοκρατική δομή της Αυστραλιανής ομοσπονδίας κάπου, ας τη κάνουμε εδώ, φέρε μερικούς υπαλλήλους, κάνε ένα εμπορικό κέντρο, φτιάξε ένα δρόμο και ένα μνημείο και είμαστε εντάξει”. Δε μπορώ να πω κατά συνέπεια ότι η Κανμπέρα είχε κάτι το ιδιαίτερα αξιόλογο – εν αντιθέση με τις γύρω της περιοχές που ήταν φανταστικές.
Παρόλα αυτά, στην Κανμπέρα υπήρχε το εθνικό μουσείο της Αυστραλίας, το οποίο και επισκεφθήκαμε. Και αυτή η επίσκεψη ίσως να ήταν από τα σημαντικότερα (αν όχι το σημαντικότερο) πράγματα που έκανα στην Αυστραλία. Αυτό το διαρκές μοτίβο της αίσθησης της αποξένωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, εδώ μπήκε σε δύο εντελώς διαφορετικές βάσεις. Μια οικολογική και μια ιστορικο-πολιτική.
Γεωγραφικά η Αυστραλία είναι απομωμένη από τις άλλες ηπείρους λόγω της θάλασσας. Αυτό δεν επέτρεψε στη ζωή που είχε αναπτυχθεί εδώ να έρθει σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο έως σχετικά πρόσφατα, με αποτέλεσμα να επιβιώσει εδώ αρχαία χλωρίδα και πανίδα. Όταν άρχισε ο εποικισμός από τους ευρωπαίους, ήταν σαν να έσκασε μια βιολογική βόμβα μεγατόνων. Πάνω από το 90% των ειδών που υπήρχαν εδώ εξαφανίστηκαν. Αυτό σου βάζει την ιδέα της οικολογικής ισορροπίας σε εντελώς άλλη βάση.
Περνώντας τους διαδρόμους σχετικά με την ιστορία των aboriginals (των γηγεννών κατοίκων της Αυστραλίας) εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια μου μια ιστορία τρομακτικών διαστάσεων και τραγικών, αποτρόπαιων γεγονότων. Ο απομονωτισμός όπως τον ανέφερα παραπάνω, δεν έχει να κάνει μόνο με τους Αυστραλούς που φαίνεται να αγνοούν τα δικά μας βάσανα. Έχει να κάνει και με εμάς που αγνοούμε (ή μήπως πρέπει να το θέσω πιο σωστά γιατί δε ξέρω τις γνώσεις του καθενός, αγνοώ) την κατάσταση εκεί. Για τους aboriginals εγώ πρακτικά δεν ήξερα παρά ελάχιστα. Oυσιαστικά θεωρούσα ότι εκδιώχθηκαν από τους ευρωπαίους όταν εγκαταστάθηκαν εδώ. Τα περισσότερα κιόλας νομίζω ότι τα έμαθα εντελώς επιφανειακά όταν πριν από λίγα χρόνια πήρε αρκετή δημοσιότητα η συγνώμη του επίσημου κράτους της Αυστραλίας προς τις κλεμμένες γενιές (stolen generations). Η πραγματικότητα όμως όσων συνέβησαν μέχρι πολύ πρόσφατα με ξεπέρασε. Εδώ δεν είναι το βήμα για περαιτέρω επέκταση στο θέμα, αλλά σίγουρα θα πρότεινα στον οποιοδήποτε να διαβάσει και να μάθει περισσότερα.
“Όσο περισσότερο διαβάζω, τόσο μικρότερος νοιώθω”, έγραφε η επιγραφή σε ένα γλυπτό στο κέντρο της Κανμπέρα. Το βρίσκω απόλυτα ταιριαστό.Η τελευταία νύχτα στη Κανμπέρα ήταν το χειμερινό (ή θερινό για εμάς του βόρειου ημισφαιρίου) ηλιοστάσιο. Ακόμα μια ευκαιρία για πάρτυ! Το τελευταίο μου πριν τα μαζέψω και φύγω για τα καλά.
Καθώς γράφω τις τελευταίες λέξεις από αυτό το ταξίδι, συνειδητοποιώ ότι ήταν πολύ πιο σημαντικό και ενδιαφέρον από όσο το είχα αρχικά αξιολογήσει ανεβαίνοντας στο αεροπλάνο της επιστροφής. Πιστεύω τελικά ότι η συμβουλή του πατέρα του φίλου μου ήταν τελικά σωστή.
Μέχρι την επόμενη περιπέτεια λοιπόν,
Ανδρέας,
Αυστραλία, 2014.