Καθώς έφευγα από την έρημο, αισθανόμουν ένα βάρος στη καρδιά μου. Για κανένα μέρος δεν έχω λυπηθεί που έφυγα, εκτός από το σπίτι μου. Ήταν σα να αποχαιρετούσα κάτι πολύτιμο, κάτι που με είχε μαγέψει. Και μόνο τότε μπόρεσα να κατανοήσω γιατί κανένας από τους ανθρώπους που συνάντησα εκεί δεν ήθελε να αφήσει αυτό το μέρος.
Φεύγοντας από την Ιφράν χαράξαμε πορεία προς Ριζανί. Ένας μακρύς δρόμος μέσα από βουνά, προς την έρημο που απλωνόταν ατελείωτη από εκείνο το σημείο και πέρα. Ένας μακρύς αλλά πανέμορφος δρόμος μέσα από χιονισμένα βουνά, φαράγγια, κοιλάδες και ποτάμια από φοίνικες. Στα μάτια μου όλα έμοιαζαν μεγάλα, απέραντα.
Το Ριζανί ήταν το μέρος που θα συναντούσαμε του βερβέρους οδηγούς που θα μας πήγαιναν μέσα στην έρημο. Δε ξέραμε και πολλά για αυτούς, ούτε για την ακρίβεια είχαμε σχεδιάσει και πολύ την όλη περιπέτεια. Στη δεύτερη μέρα μας στη Φεζ, είδαμε τον οικοδεσπότη μας να χαζεύει στον υπολογιστή κάτι φωτογραφίες από την έρημο με τα ξαδέρφια του, οπότε αρχίσαμε να τον ρωτάμε σχετικές πληροφορίες για να καταλήξουμε στο τέλος (και πάντα μετά από σχετικά παζάρια) να κλείσουμε τρεις μέρες στη Σαχάρα μέσω κάποιου φίλου του, μπατζανάκη του, ξαδέρφου του – ούτε που θυμάμαι. Θα μας συναντούσαν κάποιοι δικοί τους στο Ριζανί, θα κλειδώναμε το αυτοκίνητο και τα πράγματα μας σε μια αποθήκη και θα πηγαίναμε στην έρημο. Ήταν μια απόφαση που βασίστηκε περισσότερο στην εμπιστοσύνη στους ανθρώπους και όχι στο φόβο και τελικά μας βγήκε σε κάτι παραπάνω από καλό! Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο μας υποδέχτηκαν ζεστά τα μέλη μιας οικογενειακής επιχείρησης και από τριγύρω ξεπρόβαλλαν διστακτικά και περίεργα μικρά κοριτσάκια που ξετρελάθηκαν με τις κοπέλες τις παρέας. Άρχισαν να τις αγγίζουν και να τους πιάνουν τα μαλλιά γελώντας ολόκαρδα. Οι Βερβέροι και γενικότερα όλοι όσοι συναντήσαμε στην έρημο ήταν από τους πιο ευγενικούς, ήρεμους και χαμογελαστούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Απλοί και αληθινοί.
Φτάσαμε σε μια κάσμπα κοντά στη Μερζούγκα. Είναι δύσκολο για μένα ακόμα και τώρα να προσδιορίσω πού ακριβώς ήμασταν. Στην έρημο, ειδικά για έναν αδαή, δεν είναι εύκολο να βάλεις σημάδια στη πορεία σου ή έστω να εντοπίσεις κάποια σημεία αναφοράς καθώς το τοπίο είναι κάτι που αλλάζει δυναμικά. Στη συνήθη ζωή που προσπαθώ να τα ελέγχω όλα, αυτό θα με είχε κάνει να αισθανθώ τρομερά άβολα. Εδώ, αισθάνθηκα ότι μπορώ απλά να αφεθώ.
Όλα αυτά ήταν το προοίμιο για το τί είναι Σαχάρα. Η αχανής έκταση με άμμο κάτω από ένα δυνατό ήλιο. Για αυτό όμως θα χρειαζόταν να καβαλήσουμε τις καμήλες και να απομακρυνθούμε περαιτέρω από το πολιτισμό.
Η πορεία μας καταλήγει σε ένα μικρό οικισμό. Μια σειρά από σκηνές που σχημάτιζαν ένα κλειστό τετράγωνο μέσα στο οποίο δημιουργούνταν μια μικρή εσωτερική αυλή. Φαντάζομαι ότι λειτουργεί ως ένας τρόπος προστασίας από τον αέρα και τη άμμο. Αυτό που μου ήταν δύσκολο να φανταστώ ήταν το πώς είναι να ζεις εκεί στη μέση του πουθενά χωρίς και πολλά πολλά πράγματα να κάνεις. Για μια στιγμή, αυτή η σκέψη – και τί θα κάνουμε τώρα – με πανικόβαλε. Πολύ σύντομα όμως ξέχασα ακόμα και ότι την έκανα αυτή τη σκέψη. Μακρυά από τα πάντα, ήταν η πρώτη φορά που μπορούσα να πάρω μια ανάσα και να χαλαρώσω, αφήνοντας το χρόνο απλά να κυλήσει. Να χαρώ με τόσο ασήμαντα πράγματα όπως το να περπατάς ξυπόλυτος στην άμμο. Ή να προσπαθείς απλά να κάνεις συζητήσεις χωρίς και πολύ πολύ νόημα, όπως όταν είσαι παιδί – τί λες να πηδήξουμε και να κάνουμε βαρελάκια στην άμμο;
Και μετά ξεκινήσαμε το κυνήγι του πανέμορφου ηλιοβασιλέματος. Ένα ακόμα βήμα και άλλο ένα. Πίσω από αυτό το λόφο και μετά από τον άλλο. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε σαγηνευτεί από ένα μάγο ήλιο που μας τραβάει στα πέρατα της ερήμου. Από ένστικτο αυτοσυντήρησης περισσότερο σταματήσαμε και καθίσαμε κάτω να χαζέψουμε το τελευταίο ταξίδι του ήλιου.
Ο ήλιος πέφτει και μαζί με αυτόν πέφτει και η θερμοκρασία. Μαζευόμαστε γύρω από τη φωτιά, τυλίγουμε μια κουβέρτα και προσπαθούμε να κοιμηθούμε με αγωνία για να δούμε το πρωινό χάραμα. Ναι, αυτή ήταν η μόνη μας έγνοια. Ωραίες στιγμές.
Γυρνάμε πίσω. Κάθε βήμα το αισθάνομαι και βαρύτερο. Κάθε κύτταρο λογικής μου λέει ότι αυτός ο τόπος είναι για να τον επισκεφτείς και να φύγεις. Κάθε συναίσθημα στη καρδιά μου λέει το ανάποδο. Αισθάνομαι μια λύπη που φεύγω, ταυτόχρονα με χαρά που πήγα εκεί.
Φτάνοντας στη κάσμπα μας για να μαζέψουμε τα πράγματα μας, ακούγεται ένας συνεχής θόρυβος στον αέρα από ένα πάρτυ που γίνεται κοντά – Sahara Trance. Χαμογελώ στη σκέψη ότι αν δεν είχα πάει στην έρημο, το πιο πιθανό ήταν ότι δε θα το έλεγα θόρυβο αλλά ήχο ή μουσική. Μπορεί και να ήθελα να πάω. Τώρα μου φαινόταν το πιο χαζό πράγμα.
Ο Αλί μας γυρνάς πίσω στο αυτοκίνητο μας. Η ζωή συνεχίζεται και το Μαρόκο έχει πολλά να μας δείξει ακόμα! Στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι της ιστορίας!
Ανδρέας
Μαρόκο, 2015.
Thanks on your marvelous posting! I definitely enjoyed reading it, you may be
a great author. I will make sure to bookmark your blog and will come back down the road.
I want to encourage yourself to continue your great work, have a
nice morning!
Thank you!! Glad you liked it!! 🙂
“Appreciate you sharing, great blog.Much thanks again. Fantastic.”
Thank you! 😀