Ή ταν κάπου αρχές Μαρτίου, είχαμε μόλις επιστρέψει από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι με τον Αντώνη και τη Μάρτα. Χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω τον Αντώνη να μου λέει: “Βρίσκω εισητήρια για Πολωνία με 30 ευρώ, τα κλείνω;”
Κάπως έτσι και χωρίς περαιτέρω ανάλυση κλείσαμε άφιξη στη Βαρσοβία και επιστροφή μετά από 10 μέρες από Βρότσλαβ. “Πού λες να πάμε στο ενδιάμεσο;” Πραγματικά δεν είχα καμία ιδέα. “Πάμε και βλέπουμε.” Θα συναντούσαμε τη Μάρτα εκεί και σε συνδιασμό με άλλους φίλους, που ζουν σε πόλεις της Πολωνίας, θα βρίσκαμε το δρόμο μας μέσα από το πολύτιμο local experience.
Άφιξη στη Βαρσοβία, μία πόλη που μάλλον δύσκολα κάποιος θα χαρακτήριζε “όμορφη”, ωστόσο οι έντονοι ρυθμοί της, τα σοβιετικά κτίρια, η παλιά πόλη, τα πάρκα και ο ποταμός Βίστουλας – ο μακρύτερος και σημαντικότερος ποταμός της Πολωνίας – της δίνουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Επόμενος σταθμός το Γκντανσκ και το Σόποτ, καθώς είναι μάλλον αδύνατο για κάποιον να αντισταθεί σε αεροπορικό εισητήριο των 5 ευρώ με προορισμό τη βαλτική θάλασσα. Πόλεις παραθαλάσσιες, πιο τουριστικές και με εικόνες αρκετά διαφορετικές απ’ ότι φανταζόμουν για την Πολωνία πριν την επισκεφθώ.
Συνεχίζοντας με το τρένο μέχρι το Βρότσλαβ και απολαμβάνοντας από το παράθυρο την πολωνική ύπαιθρο, τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο “ζεστά”, καθώς εκεί συναντήσαμε περισσότερους φίλους. Το πρόγραμμα περιλάμβανε από οικογενειακά γεύματα μέχρι βραδινό μπάτσελορ στο σπίτι του Λούκας με βότκα, πόκερ και ολίγον από πολωνική κουζίνα, όπου όταν και οι τελευταίοι διερμηνείς ανάμεσα στα αγγλικά και τα πολωνικά έπεσαν για ύπνο, το ρόλο τους ανέλαβαν διάφορες “έξυπνες” συσκευές με αμφίβολα αποτελέσματα στη μετάφραση, σίγουρα όμως με πολλά γέλια.
Μιχάλης Κουλιέρης
Πολωνία, Απρίλιος 2015