Ε ίναι τρεις μέρες από όταν κατέβηκα από το βουνό. Θυμάμαι μόνο την ομορφιά του χιονισμένου τοπίου και τον ενθουσιασμό ότι τα κατάφερα. Ο Βασίλης και η Ματίνα με κοροϊδεύουν καθώς συζητάμε, γιατί μέσα στον ενθουσιασμό μου παρασύρομαι και αντί να μιλάω, φωνάζω.
Ξεκινήσαμε από το οροπέδιο του Ομαλού το Σάββατο το πρωί. Ο καιρός ήταν ιδανικός για την ανάβαση προς το καταφύγιο του Καλλέργη. Αντί να πάρουμε το εύκολο (και μακρύτερο) μονοπάτι που ακολουθεί το δρόμο, αρχίσαμε να ανεβαίνουμε από μια σχεδόν κάθετη διαδρομή παράλληλα με τα σύρματα που οριοθετούν το δρυμό της Σαμαριάς. Ένα μονοπάτι που δεν είχα ξαναπερπατήσει και που σίγουρα δεν ήταν πανεύκολο, χωρίς καμιά τεχνική δυσκολία, όπως είχα γράψει σε ένα προηγούμενο post.
Φτάσαμε στο καταφύγιο. Πρώτη γουλιά καφέ. Τέλεια.
Δεν αργήσαμε να ξαναβγούμε έξω και να περιπλανηθούμε στη γύρω περιοχή. Η διάυγεια της ατμόσφαιρας χάριζε εξαιρετική ορατότητα και δεν άργησα να συνειδητοποιήσω έκθαμπος ότι βρισκόμουν περιτριγυρισμένος από χιόνια έχοντας θέα τη θάλασσα. Έπρεπε να τρέξω να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή.
Σχεδόν είχε βραδυάσει ότι γυρίσαμε στο καταφύγιο. Μέσα επικρατούσε αναβρασμός και χαρά. Για ποιον άλλο λόγο πέρα από το ότι είχε έρθει η ώρα του φαγητού και οι πρώτες τσικουδιές είχαν ήδη καταναλωθεί! Το φαΐ και το πιοτό πάντα φτιάχνουν τη διάθεση, ειδικά μετά από μια κουραστική μέρα!
Δεν άργησα να προσέξω ότι κάποιος είχε φέρει μαζί του ένα τρίποδο. Ήταν αδύνατο να αντισταθώ και έτσι το δανείστηκα και βγήκα ξανά έξω. Η εικόνα των βουνών υπό το φως των αστεριών είναι κάτι που δεν είναι εύκολο να αντισταθώ ανεξάρτητα από το πόσο κρύο μπορεί να είναι έξω. Οι φωτογραφίες είναι απλά η κατάλληλη δικαιολογία για να κάνεις κάτι που η λογική σου λέει ότι δε θα έπρεπε.
Το επόμενο πρωί ο καιρός άρχισε να αλλάζει. Τα σύννεφα προμήνυαν βροχή. Βγήκαμε έξω για να προλάβουμε το πρωινό πάγο και να κάνουμε πρακτική σε πτώσεις με τα πιολέ. Όσο διασκεδαστικό και να ήταν, μετά από κάμποση ώρα πάνω-κάτω, η επιστροφή στο καταφύγιο έμοιαζε με λύτρωση.
Αρχίσαμε τη κατάβαση προς τον Ομαλό. Μέχρι να φτάσουμε στα αυτοκίνητα είχε αρχίσει να βρέχει για τα καλά. Ένοιωσα την ανάγκη να κάτσω για λίγο, πλήρως εξαντλημένος. Εκείνη τη φευγαλέα στιγμή κάτι σκέψεις του τύπου “γιατί το κάνω αυτό” άρχισαν να τρυπώνουν στο μυαλό μου. Χρειάστηκα ένα λεπτό για να συνέλθω και να ανακτήσω δυνάμεις. Δε χρειάστηκε να δώσω απάντηση γιατί είχα ήδη ξεχάσει την ερώτηση. Ήδη σκεφτόμουν το επόμενο σαββατοκύριακο στα βουνά.
Ανδρέας
Σχολή Χειμερινού Βουνού,
Καταφύγιο Καλλέργη, Λευκά Όρη, Κρήτη, 2017.