Πώς να αισθάνονταν άραγε οι κάτοικοι μιας πόλης αν ξυπνούσαν ένα πρωί και έβλεπαν να ορθώνεται ένα τείχος στο κέντρο της πόλης, που θα τους χώριζε, ίσως για πάντα, από φίλους, συγγενείς, συναδέλφους, γείτονες και ακόμα, από αγαπημένα μέρη, καφέ, μπυραρίες, πάρκα. Αυτά σκεφτόμουν, καθώς ποδηλατούσαμε με τη Σοφία παράλληλα με το κομμάτι εκείνο του τείχους του Βερολίνου που έχει διατηρηθεί και είναι επισκέψιμο, προσπαθώντας έστω και στο ελάχιστο, να αντιληφθώ τη βιαιότητα της απόφασης για την ανέγερση μιας κατασκευής που διέλυσε οικογένειες, χώρισε παρέες, διχοτόμησε μια πόλη, μία χώρα, έναν λαό και έως ένα βαθμό την ανθρωπότητα ολόκληρη, αφού ήταν το τεχνητό σύνορο μεταξύ του λεγόμενου δυτικού κόσμου και του ανατολικού μπλοκ.
Κατάλοιπα του διαχωρισμού είναι ακόμη ορατά, κυρίως στην αρχιτεκτονική της πόλης, καθώς τα κτήρια στις ανατολικές συνοικίες διαφέρουν σημαντικά από αυτά των δυτικών. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους, το Βερολίνο σου δίνει την αίσθηση μητρόπολης που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση όλο το 24ωρο, απρόβλεπτη, σύγχρονη, αυθάδης, με το βλέμμα στο μέλλον αλλά και με σεβασμό στο ιστορικά φορτισμένο παρελθόν.
Το ταξίδι στο Βερολίνο είχε το χαρακτηριστικό που με εξιτάρει όταν επισκέπτομαι καινούρια μέρη:
την αγωνία για το τι θα συναντήσω στην επόμενη γωνιά του δρόμου.
Γιώργος Σχετάκης
Βερολίνο, Δεκέμβριος 2015 / Ιανουάριος 2016